καὶ νῦν περὶ ἀρετῆς ὃ ἔστιν ἐγὼ μὲν οὐκ οἶδα, σὺ μέντοι ἴσως πρότερον μὲν ᾔδησθα πρὶν ἐμοῦ ἅψασθαι, νῦν μέντοι ὅμοιος εἶ οὐκ εἰδότι → so now I do not know what virtue is; perhaps you knew before you contacted me, but now you are certainly like one who does not know
η (AM ἐξήγησις) εξηγώ
1. ερμηνεία, διασάφηση («ἐξήγηση τοῦ φαινομένου»)
2. μετάφραση
νεοελλ.
φρ. «δίνω εξηγήσεις» — δικαιολογώ μια πράξη μου
αρχ.-μσν.
1. διήγηση («τὴν ὑπὲρ τῶν προγεγονότων ἐξήγησιν», Πολ.)
2. ερμηνευτικά σχόλια κειμένου.