επίγνωση

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404

Greek Monolingual

η (AM ἐπίγνωσις) επιγιγνώσκω
ενσυνείδητη γνώση, συναίσθηση ενός πράγματος («δεν έχει επίγνωση της θέσης του»)
αρχ.-μσν.
η αναγνώριση («πρὸς ἐπίγνωσιν ὀξέως τῶν ἐρώντων γὰρ ἡ ὄψις»)
αρχ.
1. εξέταση, έρευνα («οὐδὲν οἷόν τε κατὰ τρόπον χειρίσαι τῶν προσπιπτόντων ἄνευ τῆς τῶν προειρημένων ἐπιγνώσεως», Πολ.)
2. κατανόηση («τὴν τῆς μουσικῆς ἐπίγνωσιν», Πλούτ.)
3. απόφαση μετά από έρευνα.