επιβήτορας

From LSJ

ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)

Source

Greek Monolingual

ο (AM ἐπιβήτωρ) επιβαίνω
(για αρσενικό ζώο) αυτός που οχεύει, ο βατευτής
μσν.- νεοελλ.
1. αυτός που ανήλθε αντικανονικά σε επισκοπικό θρόνο
2. όποιος πήρε αντικανονικά αξίωμα ή εξουσία
νεοελλ.
1. αρσενικό ζώο που χρησιμοποιείται αποκλειστικά για γονιμοποίηση τών θηλυκών λόγω της ράτσας του
2. (για άντρα) ειρων. αυτός που έχει υπερβολικά έντονη σεξουαλική ζωή ή εξυπηρετεί τις σεξουαλικές ανάγκες άλλων συνήθως επ' αμοιβή
αρχ.
1. αυτός που ανεβαίνει κάπου
2. εκείνος που γνωρίζει κάτι καλά
3. ως επίθ. αυτός που αναπηδά, που ανατινάσσεται.

Translations

stallion (stud)

Catalan: semental; Chinese Mandarin: 種馬, 种马; Danish: avlshingst; Dutch: dekhengst; Galician: guarán, burraxo, mulateiro, grañón; German: Deckhengst, Zuchthengst, Schälhengst, Schellhengst, Beschäler; Ancient Greek: ὀχεῖον; Italian: stallone; Macedonian: пастув; Malay: kuda bibit; Norwegian Bokmål: avlshingst, stohingst; Nynorsk: avlshingst, alshingst, alehingst, stohingst; Portuguese: garanhão; Russian: самец-производитель, жеребец; Spanish: semental; Swedish: hingst, avelshingst

stud

Bulgarian: жребец; Catalan: semental, de llavor, llavorer; Czech: hřebec; Danish: avlshingst, avlstyr; Dutch: dekhengst, fokhengst, fokdier, dekstier, fokstier; Finnish: siitoseläin, siitosori; French: étalon; Galician: guarán, burraxo, contrareo, mulateiro, almallo, castal; German: Deckhengst, Schälhengst, Schellhengst, Beschäler, Beschälhengst, Zuchthengst, Gestüthengst, Gestütpferd, Decktier; Greek: επιβήτορας; Ancient Greek: ὀχεῖον; Hungarian: tenyészmén, fedezőmén, csődör, mén; Irish: graíre; Italian: riproduttore, razzatore, stallone; Lithuanian: eržilas; Macedonian: пастув; Malay: pembaka; Portuguese: garanhão; Romanian: armăsar; Russian: производитель, самец-производитель; Spanish: semental, garañón, padrillo; Swedish: hingst, avelshingst; Turkish: damızlık; Volapük: stäilajevod, stäilahijevod, bridöpajevod, bridöpahijevod, stäilajip, stäilahijip; Welsh: gre