επιμάρτυρος

From LSJ

ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly

Source

Greek Monolingual

ἐπιμάρτυρος, ὁ (Α)
εκείνος που καλείται ή μπορεί να κληθεί να επιμαρτυρήσει, να επιβεβαιώσει τους όρκους συνθήκης («Ζεὺς δ’ ἄμμ’ ἐπιμάρτυρος ἔστω», Ομ. Ιλ.)
2. αστρολ. αυτός που προσδιορίζει τη θέση ενός αστεριού για τη μαντεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύνθετο εκ συναρπαγής από την προθετική φράση επί μάρτυρος (κατά το ά-μαρτυρος)].