Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ευαλδής

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317

Greek Monolingual

εὐαλδής, -ές (Α)
1. αυτός που αυξάνεται γρήγορα
2. αυτός που κάνει κάτι γόνιμο, εύφορο («εὐαλδέστερα ὕδατα», Πλούτ.).
επίρρ...
ευαλδέως
με εύκολη, γρήγορη αύξηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αλδής (< αλδαίνω «αυξάνω»), πρβλ. αναλδής, νεαλδής].