εὐδιάγνωστος

From LSJ

φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur

Menander, Monostichoi, 210
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐδιάγνωστος Medium diacritics: εὐδιάγνωστος Low diacritics: ευδιάγνωστος Capitals: ΕΥΔΙΑΓΝΩΣΤΟΣ
Transliteration A: eudiágnōstos Transliteration B: eudiagnōstos Transliteration C: evdiagnostos Beta Code: eu)dia/gnwstos

English (LSJ)

εὐδιάγνωστον, easy to distinguish, Gal.14.63 (Sup.), Nicom.Harm.2.

German (Pape)

[Seite 1061] leicht zu unterscheiden, Schol. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδιάγνωστος: -ον, ὃν εὐκόλως διακρίνει τις, Γαλην. τ. 14. σ. 63. 10, Πρόκλ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 668, Κ. Πορφ. Ἔκθ. Βασιλ. Ταξ. σ. 3Α, κλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐδιάγνωστος, -ον)
1. αυτός ο οποίος αναγνωρίζεται εύκολα
2. (για νόσο) εκείνη της οποίας είναι εύκολη η διάγνωση
3. πολύ γνωστός, πασίγνωστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δια-γνωστός (< δια-γιγνώσκω)].