ζουμερός

From LSJ

Ὡς αἰσχρὸν εὖ ζῆν ἐν πονηροῖς ἤθεσιν → Turpis res laute vivere ingenium malum → Wie schimpflich, wenn ein schlechter Mensch in Wohlstand lebt

Menander, Monostichoi, 564

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. γεμάτος ζωμό, εύχυμος («ζουμερό λεμόνι»)
2. μτφ. αυτός που περιέχει ουσία, καίριος, ουσιαστικόςζουμερά λόγια» — καίρια, σωστά λόγια, με ουσία)
3. μτφ. επικερδής, προσοδοφόρος («ζουμερή δουλειά»).
επίρρ...
ζουμερά
1. με χυμό
2. με ουσία, ουσιαστικά, καίρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζουμί + κατάλ. -ερός (πρβλ. καρπερός, τρυφερός)].