ημάτιος

From LSJ

οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead

Source

Greek Monolingual

ἠμάτιος, -ίη, -ον (Α)
(ποιητ. τ. του ημερήσιος)
1. αυτός που γίνεται κατά τη διάρκεια της ημέρας («ἠματίη μὲν ὑφαίνεσκεν μέγαν ἱστὸν νύκτας δ' ἀλλύεσκεν», Ομ. Οδ.)
2. αυτός που γίνεται κάθε μέρα, ο καθημερινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήμαρ, -τος «μέρα»].