θαλασσοτείχιστος
From LSJ
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
English (LSJ)
θαλασσοτείχιστον, Glossaria on ἁλιερκής, Sch.Pi.O.8.34.
German (Pape)
[Seite 1183] Erkl. von ἁλιερκής, Schol. Pind. Ol. 8, 34.
Greek (Liddell-Scott)
θαλασσοτείχιστος: -ον, ἑρμην. τοῦ ἁλιερκής, Σχόλ. Πινδ. Ὀλ. 8, 34.
Greek Monolingual
θαλασσοτείχιστος, -ον (Α)
αυτός που περιβάλλεται από θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + -τείχιστος (< τειχίζω), πρβλ. ατείχιστος, ευαποτείχιστος].