θελξιμελής

From LSJ

Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht

Menander, Monostichoi, 467
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θελξῐμελής Medium diacritics: θελξιμελής Low diacritics: θελξιμελής Capitals: ΘΕΛΞΙΜΕΛΗΣ
Transliteration A: thelximelḗs Transliteration B: thelximelēs Transliteration C: thelksimelis Beta Code: qelcimelh/s

English (LSJ)

θελξιμελές, charming with music, (φόρμιγξ) IG3.400.

German (Pape)

[Seite 1193] ές, durch Gesang bezaubernd, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θελξιμελής: -ές, καταθέλγων διὰ τῆς μουσικῆς, Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 1053.

Greek Monolingual

θελξιμελής, -ές (Α)
αυτός που θέλγει με τη μουσική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι- (< θέλγω) + -μελής (< μέλος- «μελωδία»), πρβλ. εμμελής, παμμελής].