θεώρηση

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34

Greek Monolingual

η (ΑΜ θεώρησις) θεωρώ
παρατήρηση, επισκόπηση, εποπτεία («επιστημονική θεώρηση τών πραγμάτων»)
νεοελλ.
εξέταση επίσημου εγγράφου, έλεγχος και επιβεβαίωση της γνησιότητας του («θεώρηση διαβατηρίου»)
αρχ.
σκέψη.