θεώρηση
From LSJ
Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.
Greek Monolingual
η (ΑΜ θεώρησις) θεωρώ
παρατήρηση, επισκόπηση, εποπτεία («επιστημονική θεώρηση τών πραγμάτων»)
νεοελλ.
εξέταση επίσημου εγγράφου, έλεγχος και επιβεβαίωση της γνησιότητας του («θεώρηση διαβατηρίου»)
αρχ.
σκέψη.