θρυαλλίδα

From LSJ

Ἀλλ' Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron

Sophocles, Antigone, 816

Greek Monolingual

η (ΑΜ θρυαλλίς)
φιτίλι λάμπας, λυχναριού ή κεριού
νεοελλ. κυλινδρικό νηματοειδές πλέγμα από καννάβι ή βαμβάκι το οποίο περιέχει εύφλεκτες ύλες ή είναι εμποτισμένο σε αυτές και χρησιμοποιείται για να μεταδώσει τη φωτιά σε εκρηκτικές ύλες, άπτρα
αρχ.
1. ονομασία φυτού που είναι κατάλληλο για την κατασκευή λυχναριών, κν. σήμερα αρνόγλωσσο, λουμινάκι
2. κηροπήγιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρύον + επίθημα -αλλίς, που απαντά συνήθως σε ονομασίες φυτών και πουλιών (πρβλ. συκαλλίς - σύκον). Τα φύλλα του φυτού αυτού χρησιμοποιούνταν ως φιτίλι, γι' αυτό ονομάστηκε και λυχνίτις].

Translations

wick

Arabic: فَتِيل‎, فَتِيلَة‎; Aramaic Jewish: פְּתִילָא‎, פְּתִילֽתָּא‎, בֹּוצִנָא‎; Syriac: ܦܬܺܝܠܳܐ‎, ܦܬܺܝܠܬܳܐ‎, ܒܽܘܨܝܺܢܳܐ‎; Armenian: պատրույգ; Old Armenian: պատրոյգ, բուծին; Azerbaijani: fitil, piltə; Bashkir: филтә; Belarusian: кнот; Bulgarian: фитил; Catalan: ble, metxa; Chinese Mandarin: 燈心/灯心, 燭心/烛心, 炷; Crimean Tatar: melte; Czech: knot; Danish: væge; Dutch: lont; Esperanto: meĉo; Estonian: taht; Faroese: veikur, rak; Finnish: sydän, sydänlanka; French: mèche, mèche de bougie; Galician: pabío; Ge'ez: ፍትል, ፈትል ሡዕ; Georgian: ფითილი; German: Docht, Dacht, Kerzendocht; Greek: φιτίλι; Ancient Greek: θρυαλλίς, ἐλλύχνιον, ἅπτρα; Hungarian: kanóc; Icelandic: kveikur; Irish: buaiceas; Italian: stoppino, lucignolo; Japanese: 芯, 灯心, ろうそくの芯; Kazakh: білте, пілте; Korean: 심지, 등심; Kumyk: мелте; Kyrgyz: билик; Latin: filum, mergulus, ellychnium; Latvian: dakts; Lithuanian: dagtis; Luhya: olutambi; Macedonian: фитил; Malayalam: തിരി; Middle English: weke, mecche; Nepali: मैनधागो; Norwegian Bokmål: veke; Oromo: fo'aa; Ottoman Turkish: فتیل‎; Persian: فتیله‎, پلیته‎; Plautdietsch: Dacht; Polish: knot, świecidło; Portuguese: pavio, mecha; Romanian: fitil, muc; Russian: фитиль; Serbo-Croatian Cyrillic: фѝтӣљ; Roman: fìtīlj; Slovak: knôt; Slovene: stenj; Somali: dubaalad; Spanish: mecha, pabilo, pábilo; Swahili: utambi, ukope; Swedish: veke; Tagalog: mitsa; Tajik: пилта; Tatar: филтә; Tausug: sumbuhan; Turkish: fitil; Ukrainian: ґніт; Uyghur: پىلىك‎; Uzbek: pilik; Vietnamese: bấc, bấc đèn; Vilamovian: töcht, tȫht; Welsh: pabwyr; Yiddish: קנויט‎