ιλασμός

From LSJ

χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → when a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him | when good men are being dragged down, anyone with worthy credentials must feel their pain | when the noble are afflicted, those who all their lives have been deemed loyal must mourn

Source

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ἱλασμός) ιλάσκομαι
νεοελλ.
1. εξιλέωση, εξευμενισμός
2. συγχώρηση, άφεση, χάρη
3. εξαγνισμός, καθαρμός
αρχ.
1. εξιλεωτική ποινή, ιλαστήρια προσφορά
2. στον πληθ. οἱ ἱλασμοί
μέσο εξιλέωσης.