κάπνιος

From LSJ

ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάπνιος Medium diacritics: κάπνιος Low diacritics: κάπνιος Capitals: ΚΑΠΝΙΟΣ
Transliteration A: kápnios Transliteration B: kapnios Transliteration C: kapnios Beta Code: ka/pnios

English (LSJ)

(sc. ἄμπελος), ἡ,
A v. κάπνειος.
II κάπνιος, ἡ, = καπνός 11, Gal.12.8.

German (Pape)

[Seite 1323] ἡ, Name einer Pflanze, fumaria, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

κάπνιος: (δηλ. ἄμπελος), ἡ, εἶδος ἀμπέλου φερούσης σταφυλὰς ἐχούσας τὸ χρῶμα τοῦ καπνοῦ, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 3, 2, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 151· φέρεται κάπνεος παρ’ Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 12· κάπνεως ἐν Κώδ. Urb. τοῦ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ.. 5. 3, 1 καὶ παρ’ Ἡσύχ.· καπνία παρὰ Σουΐδ.· - πρβλ. καπνίας ΙΙ. 1. ΙΙ. κάπνιος, (καπνός Kühn), ἡ, εἶδος βοτανίου θαμνοειδοῦς, «τούτου ὁ χυλὸς δριμὺς,... δακρύων ἀγωγὸς, ὃθεν καὶ τοὔνομα εἵλκυσε» Διοσκ. 4. 110, Λατ. fumaria.

Greek Monolingual

κάπνιος, ἡ (Α)
βλ. κάπνειος.