καβγάς
From LSJ
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
Greek Monolingual
και καυγάς
ο
1. φιλονικία, διαπληκτισμός, τσακωμός
2. φρ. «κρεμάει το ζωνάρι του για καβγά» ή «έχει λυτό το ζωνάρι του για καβγά» — ζητά αφορμή διαπληκτισμού
3. παροιμ. «ο καβγάς για το πάπλωμα» — για συγκαλυμμένες ιδιοτελείς βλέψεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kavga. Η γραφή καυγάς (με δίφθογγο -αυ-) δεν δικαιολογείται ετυμολογικώς].