καινουργώ
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek Monolingual
και καινουργώνω και καινουργιώνω (AM καινουργῶ, -έω, Μ και καινουργώνω και καινουργιώνω) καινουργός
1. κατασκευάζω κάτι εκ νέου
2. επιχειρώ, αρχίζω ή σχεδιάζω κάτι καινούργιο («ἢν τύχωσι περὶ τὴν ἡμέρην ταύτην τι κεκαι νουργηκότες», Ιπποκρ.)
νεοελλ.-μσν.
επαναλαμβάνω, ξαναθυμίζω, ξαναλέω κάτι
αρχ.
1. νεωτερίζω, επιφέρω κάποια μεταβολή
2. (φρ. α) «καινουργῶ λόγον» — μιλώ με ασυνήθιστα, παράδοξα λόγια
β) (η μτχ. ενεστ. ουδ. στον πληθ.) τὰ καινουργούμενα
κάθε επιχείρηση για μεταβολή ή αλλοίωση κάποιου παλαιού.