κακωτικός

From LSJ

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance (Hippocrates)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κακωτικός Medium diacritics: κακωτικός Low diacritics: κακωτικός Capitals: ΚΑΚΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kakōtikós Transliteration B: kakōtikos Transliteration C: kakotikos Beta Code: kakwtiko/s

English (LSJ)

κακωτική, κακωτικόν, hurtful, noxious, Ph.2.557, Herm. ap. Stob.1.41.6; τινος Dsc.1.94, cf. Gal.6.260, Sch.D Il.1.10; κ. τι παθεῖν Chor.p.221 B.; κ. αἰτία, ἀκτίς, Vett.Val.49.11, 151.6. Adv. κακωτικῶς, διάγειν Id.165.34, cf. Sch.Epict.Ench.42.

German (Pape)

[Seite 1306] geneigt oder geschickt, Schaden zuzufügen, schädlich, Schol. Il. 1, 10 u. öfter Sp.

Greek Monolingual

κακωτικός, -ή, -όν (AM) κακώ
αυτός που έχει την τάση να βλάπτει, κακός, επιζήμιος, βλαπτικός.
επίρρ...
κακωτικῶς (Α)
βλαπτικά, επιζήμια.