καμίνι

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257

Greek Monolingual

το (AM καμίνιον)
(υποκορ. του κάμινος) κλειστός χώρος που θερμαίνεται ισχυρότατα και στον οποίο ψήνονται πλίνθοι ή κεραμίδια, λειώνουν μέταλλα, απανθρακώνονται ξύλα κ.λπ.
νεοελλ.
μτφ. ισχυρός καύσωνας, υπερβολική ζέστη («το μεσημέρι το σπίτι είναι καμίνι»)
νεοελλ.-μσν.
μτφ. (για σφοδρό πάθος) φλόγα («ερωτικό καμίνι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμινος + υποκορ. κατάλ. -ιον].