κατασκήνωμα
From LSJ
οὐκ ἔστιν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσιν → no rest for the wicked, no peace to the wicked
English (LSJ)
-ατος, τό,
A covering, veil, A.Ch.985.
2 Glossaria on αὔλιον, Sch.Opp.H.2.524, cf. 3.5.
German (Pape)
[Seite 1379] τό, Decke, Vorhang, νεκροῦ ποδένδυτον δροίτης κατασκήνωμα Aesch. Ch. 993.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
voile, tenture, couverture.
Étymologie: κατασκηνόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατασκήνωμα -ατος, τό [κατασκηνόω] mantel.
Russian (Dvoretsky)
κατασκήνωμα: ατος τό покрывало, покров Aesch.
Greek Monolingual
κατασκήνωμα, τὸ (Α) [[[κατασκηνώ]] (III)]
κάλυμμα, σκέπασμα.
Greek Monotonic
κατασκήνωμα: -ατος, τό, κάλυμμα, βέλο, πέπλο, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
κατασκήνωμα: τό, κάλυμμα, σκέπασμα, Αἰσχύλ. Χο. 999.
Middle Liddell
κατασκήνωμα, ατος, τό, [from κατασκηνόω
a covering, veil, Aesch.