κατασκοπεύω
From LSJ
Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life
English (LSJ)
= κατασκοπέω (view closely, spy out, reconnoitre, keep a look-out, inspect), LXX Ex. 2.4, al., PTeb. 230 (ii BC).
German (Pape)
[Seite 1379] auskundschaften, erforschen, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
κατασκοπεύω: τῷ ἑπομ., Ἑβδ. (Ἔξοδ. Β´, 4, ἀλλ.).
Greek Monolingual
(AM κατασκοπεύω) κατάσκοπος
παρατηρώ, ερευνώ κάτι με προσοχή χωρίς να γίνω αντιληπτός
νεοελλ.
διενεργώ κατασκοπεία, παρακολουθώ κρυφά και με προσοχή και συλλέγω πληροφορίες για μυστικά στοιχεία και ιδιαίτερα για κρατικά μυστικά και τά διαβιβάζω σε εκείνον που μού έχει αναθέσει την αποστολή αυτή.