καταφρόνια
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
Greek Monolingual
ἡ (Μ καταφρόνια) καταφρονώ
1. καταφρόνηση, περιφρόνηση
2. ταπείνωση, εξευτελισμός.