καταῖθυξ

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταῖθυξ Medium diacritics: καταῖθυξ Low diacritics: καταίθυξ Capitals: ΚΑΤΑΙΘΥΞ
Transliteration A: kataîthyx Transliteration B: kataithyx Transliteration C: kataithyks Beta Code: katai=quc

English (LSJ)

v. καταιθύσσω.

German (Pape)

[Seite 1350] nach Hesych. ὄμβρος ὁ καταιθύσσων.

Greek Monolingual

καταίθυξ (Α)
1. ορμητικός
2. φρ. «καταῖθυξ ὄμβρος» — ραγδαία βροχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός < κατ-αιθύσσω].