κατσαρός

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ κατσαρός, -ή, -όν)
(για τρίχες και νήματα) σγουρός («κατσαρά μαλλιά»)
νεοελλ.
1. κατσαρομάλλης
2. (για λαχανικά) αυτός που έχει συνεστραμμένα φύλλα
3. φρ. «τρίχες κατσαρές» — ανοησίες, ανούσιες κουβέντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη < κατσί «γατί» + κατάλ. -αρός, πρβλ. νεαρός, σθεναρός. Κατ' άλλη άποψη < ακανθηρός].