Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καυκίον

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24

Russian (Dvoretsky)

καυκίον: τό кубок, чаша Anth.

Greek Monolingual

καυκί, το (ΑΜ καυκίον, Μ και καυκίν και καυχίν)
κύπελλο, ποτήρι, κύλικας («καυκὶν κρασὶν οὐ δίδουν μου», Πρόδρ.)
νεοελλ.
1. ξύλινο ή λίθινο μαγειρικό σκεύος, η καυκιά
2. βαθιά πιατέλα, γαβάθα
3. το όστρακο χελώνας ή άλλων οστρακοδέρμων, το καβούκι
4. η επιγονατίδα
5. στον πληθ. τα καυκιά
οι δίσκοι της ζυγαριάς
6. παροιμ. «το καυκί με την αράδα στο τραπέζι τριγυρίζει» — σε ομαδική συνεργασία δεν έχουν θέση οι προτιμήσεις
μσν.
1. κοίτη ποταμού
2. δίσκος με τον οποίο οι κωμοδρόμοι συνέλεγαν από τους θεατές χρήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καυκ-ίον < καῦκος, + υποκορ. κατάλ. -ί (ον), πρβλ. γατί, παιδί].