κεφαλοτόμος

From LSJ

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεφᾰλοτόμος Medium diacritics: κεφαλοτόμος Low diacritics: κεφαλοτόμος Capitals: ΚΕΦΑΛΟΤΟΜΟΣ
Transliteration A: kephalotómos Transliteration B: kephalotomos Transliteration C: kefalotomos Beta Code: kefaloto/mos

English (LSJ)

κεφαλοτόμον, cutting off the head, Str. 11.14.14.

German (Pape)

[Seite 1428] den Kopf abschneidend, Strab. XI, 531.

Greek (Liddell-Scott)

κεφᾰλοτόμος: -ον, ἀποκόπτων τὴν κεφαλήν, Στράβ. 531.

Greek Monolingual

κεφαλοτόμος, -ον (Α)
αυτός που αποκεφαλίζει, αποκεφαλιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -τόμος (< τέμνω «κόβω»), πρβλ. λαιμη-τόμος, υλοτόμος].