κεφαλῖνος
From LSJ
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
English (LSJ)
ὁ, a sea-fish, = βλεψίας, Dorio ap.Ath.7.306f.
German (Pape)
[Seite 1428] ὁ, ein Meerfisch, sonst βλεψίας, Ath. VII, 306 f.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
autre nom du poisson de mer βλεψίας (mulet gris).
Étymologie: κεφαλή.
Greek (Liddell-Scott)
κεφᾰλῖνος: ὁ, θαλάσσιός τις ἰχθύς, = βλεψίας, Δωρίων παρ᾿ Ἀθηναίῳ 306F.
Greek Monolingual
ο (Α κεφαλῖνος)
νεοελλ.
ζωολ. άλλη ονομασία του ψαριού κέφαλος
αρχ.
είδος θαλάσσιου ψαριού, αλλ. βλεψίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + κατάλ. -ινος (πρβλ. γυρίνος, ερυθρίνος)].
Greek Monotonic
κεφᾰλῖνος: ὁ, θαλασσινό ψάρι = βλεψίας, Δωρ. παρά Αθην.