κομιτάτο

From LSJ

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385

Greek Monolingual

το (Α κομιτᾱτον)
νεοελλ.
επαναστατική οργάνωση που επιδίωκε την επίτευξη ορισμένων σκοπών συνήθως για το καλό της πατρίδας της (α. «βουλγαρικό κομιτάτο» β. «νεοτουρκικό κομιτάτο»)
αρχ.
ακολουθία, ιδίως αυτοκρατόρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. comitato. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].