κορυνομάχος

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορυνομᾰ́χος Medium diacritics: κορυνομάχος Low diacritics: κορυνομάχος Capitals: ΚΟΡΥΝΟΜΑΧΟΣ
Transliteration A: korynomáchos Transliteration B: korynomachos Transliteration C: korynomachos Beta Code: korunoma/xos

English (LSJ)

gloss on κορυνήτης, Hsch.

Greek Monolingual

κορυνομάχος, ὁ (Α)
αυτός που μάχεται με κορύνη, με ρόπαλο, ροπαλοφόρος πολεμιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορύνη + -μάχος (< μάχη), πρβλ. μονομάχος, ξιφομάχος].

German (Pape)

Εrkl. von κορυνήτης, Hesych., bei dem κορυνίτης steht.