κρέμασμα
From LSJ
κατ' ἀρχῆς γὰρ φιλαίτιος λεώς → people are always ready to blame the rulers, people are against authority, people were fond of anything by which they could call authority in question
English (LSJ)
-ατος, τό, = κρεμασμός (suspension), Sch. rec. A. Pr. 157.
Greek (Liddell-Scott)
κρέμασμα: τό, = τῷ ἑπομ., Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 157.
Greek Monolingual
το (Μ κρέμασμαν) κρεμώ
το να κρεμιέται κάτι από ψηλότερο σημείο, ανάρτηση, εξάρτηση, νεοελλ.
1. απαγχονισμός
2. (συν. σαρκαστικά) γάμος, παντρειά
μσν.
στήριγμα.
German (Pape)
τό, das Aufgehängte; auch = κρέμασις; Schol. Aesch. Prom. 157.