κρανιεκτομή
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
Greek Monolingual
η
ιατρ.
1. πλήρης απόσπαση ενός κρανιακού κρημνού κατά τη διάρκεια νευροχειρουργικών επεμβάσεων
2. ειδική εγχείρηση που συνίσταται στην αφαίρεση ενός τμήματος του θόλου του κρανίου ή λωρίδων οστού από τις μετωποκροταφικές χώρες με σκοπό να καταστεί δυνατή η ελεύθερη ανάπτυξη του εγκεφάλου σε περιπτώσεις πρόωρης συνοστέωσης τών ραφών του κρανίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. craniectomie < crani(o)- (< μσν. λατ. cranium < κρανίον) + -ectomie (< λατ. -ectomia < ἐκτομή)].