κυβευτήριον

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠβευτήριον Medium diacritics: κυβευτήριον Low diacritics: κυβευτήριον Capitals: ΚΥΒΕΥΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: kybeutḗrion Transliteration B: kybeutērion Transliteration C: kyveftirion Beta Code: kubeuth/rion

English (LSJ)

τό, gambling house, gambling-house, Plu.2.621b, Poll.7.203, D.C. 65.2.

German (Pape)

[Seite 1522] τό, Ort zum Würfelspielen, Spielhaus, Plut. Symp. 1, 4, 3; neben καπηλεῖα genannt, D. Cass. 65, 2.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
maison de jeu.
Étymologie: κυβεύω.

Russian (Dvoretsky)

κῠβευτήριον: τό игорный дом Plut.

Greek (Liddell-Scott)

κῠβευτήριον: τό, «τόπος ἐστὶ τὸ κυβευτήριον εἰς ὃν συνερχόμενοι κυβεύουσιν» (Λεξιλ. Ρητ.) Πλουτ. 2. 621Β, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

κυβευτήριον, τὸ (Α) κυβεύω
τόπος όπου έπαιζαν ζάρια («περὶ καπηλεῖα καὶ περὶ κυβευτήρια ἐσπουδακώς», Δίων Κάσσ.).