λίβας

From LSJ

Ὑπὲρ σεαυτοῦ μὴ φράσῃς ἐγκώμιον → Noli ipse laudis facere tibi praeconium → Dich selbst bedenke nicht mit einem Lobgedicht

Menander, Monostichoi, 516

Greek (Liddell-Scott)

λίβας: ὡς καὶ νῦν ἀντὶ λίψ, ἄνεμος ἐκ Λιβύης, Cod. Reg. 2147, fol. 59v.

Greek Monolingual

ο (Α λιψ, λιβός, Μ λίβας)
πολύ θερμός νοτιοδυτικός άνεμος που πνέει από τη Λιβύη, αλλ. γαρμπής («ὅ τε νότος καὶ ὁ λίψ, ἀνέμων πολλὸν τῶν πάντων ὑετιώτατοι», Ηρόδ.)
νεοελλ.
πολύ θερμός και ξηρός άνεμος, ανεξάρτητα από την κατεύθυνση από την οποία προέρχεται
αρχ.
1. ο νότος («πρὸς βορρᾱν καὶ λίβα καὶ ἀνατολὰς καὶ θάλασσαν», ΠΔ)
2. η δύση ή η δυτική πλευρά (α. «λιμένα τῆς Κρήτης βλέποντα κατὰ λίβα καὶ κατὰ χῶρον», ΚΔ
β. «κατηύθυνεν αὐτὰ κάτω πρὸς λίβα τῆς πόλεως Δαυΐδ», ΠΔ)
3. φρ. α) «πρωινὸς λίψ», «μεσημβρινὸς λίψ», «ὀψινὸς λίψ» — θέση αστέρα προς δυσμάς του ορίζοντα, κατά την ανατολή, μεσημβρία και δύση
β) «λιβὸς εἰς ἀπηλιώτην» ή «λίβα εἰς ἀπηλιώτην» — από τα δυτικά προς τα ανατολικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα λιβ- της ρίζας λειβ- του λείβω].