λαμπερός
From LSJ
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ λαμπερός, -ή, -όν) λάμπω
1. αυτός που εκπέμπει λάμψη, ακτινοβόλος, λαμπρός, αστραφτερός
2. φωτεινός, ηλιόλουστος
μσν.
μτφ. περιφανής.