ληθάνω
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 38] factitiv. zu λήθω, VLL., scheint nur in compp. erhalten, denn Od. 7, 221 ist eine tmesis anzunehmen, ἐκ δέ με πάντων ληθάνει, er läßt mich Alles vergessen.
Greek (Liddell-Scott)
ληθάνω: ἴδε ἐν λέξ. ἐκληθάνω, λανθάνω Β.
English (Autenrieth)
cause to forget, τινός, Od. 7.221†.
Greek Monolingual
ληθάνω (Α)
λανθάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ληθ- του λανθάνω (πρβλ. λέληθ-α, λήθη)).