λιτοδίαιτος

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῑτοδίαιτος Medium diacritics: λιτοδίαιτος Low diacritics: λιτοδίαιτος Capitals: ΛΙΤΟΔΙΑΙΤΟΣ
Transliteration A: litodíaitos Transliteration B: litodiaitos Transliteration C: litodiaitos Beta Code: litodi/aitos

English (LSJ)

[δῐ], ον, of a plain way of life, D.H.2.49.

Greek (Liddell-Scott)

λῑτοδίαιτος: -ον, ὁ λιτῶς διαιτώμενος, ζῶν λιτῶς, Διον. Ἁλ. 2. 49.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α λιτοδίαιτος, -ον)
1. αυτός που ζει απλά, ολιγαρκής
2. το ουδ. ως ουσ. το λιτοδίαιτο(ν)
ο λιτός βίος, η λιτότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιτός (I) + -δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. αδροδίαιτος, αστροδίαιτος].

German (Pape)

[λῑ], von einfacher, sparsamer Lebensweise, τὸ λιτοδ., von den Lakedämoniern gesagt, Dion.Hal. 2.49.