λυσσαλέος

From LSJ

οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love | Tis not my nature to join in hating, but in loving (Sophocles, Antigone 523)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυσσᾰλέος Medium diacritics: λυσσαλέος Low diacritics: λυσσαλέος Capitals: ΛΥΣΣΑΛΕΟΣ
Transliteration A: lyssaléos Transliteration B: lyssaleos Transliteration C: lyssaleos Beta Code: lussale/os

English (LSJ)

α, ον, raging mad, κύνες A.R.4.1393; also λ. μανίη Man.4.539.

Greek (Liddell-Scott)

λυσσᾰλέος: -α, -ον, λυσσῶν, λυσσασμένος, μανιώδης, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1393.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α λυσσαλέος, -έα, -ον)
1. αυτός που πάσχει από λύσσα
2. μτφ. πολύ οργισμένος ή πολύ ορμητικός («λυσσαλέα επίθεση»).
επίρρ...
λυσσαλέως και -έα
με λύσσα, με μανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + κατάλ. -αλέος (πρβλ. πειναλέος, ρωμαλέος)].

German (Pape)

wütend, rasend, Ap.Rh. 4.1393 und a. sp.D.; μανία, Maneth. 4.539.