Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
η
1. ρύπος, ακαθαρσία, λέρα, βρομιά
2. μαγική επήρεια εναντίον κάποιου
3. μτφ. άνθρωπος αχρείος, αισχρός και άτιμος
4. μτφ. πόρνη, αισχρή γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. μαγαρίζω (πρβλ. άχνα < αχνίζω, κάπνα < καπνίζω)].