μασίγδουπος
From LSJ
ἀναμαρτήτως ζῆν καὶ τοῖς ἄλλοις ἀλύπως → live in a manner above reproach and without offence to others
English (LSJ)
μασίγδουπον, = ἐρίγδουπος, Hsch. μασιτρίς, gloss on νάρφη, Id.
Greek (Liddell-Scott)
μασίγδουπος: -ον, = ἐρίγδουπος, Ἡσύχ., ἴδε μασι-.
Greek Monolingual
μασίγδουπος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἐρίγδουπος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μασι- + γδοῦπος.
German (Pape)
= ἐρίγδουπος, Hesych.