μασίγδουπος

From LSJ

ἀναμαρτήτως ζῆν καὶ τοῖς ἄλλοις ἀλύπωςlive in a manner above reproach and without offence to others

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μασίγδουπος Medium diacritics: μασίγδουπος Low diacritics: μασίγδουπος Capitals: ΜΑΣΙΓΔΟΥΠΟΣ
Transliteration A: masígdoupos Transliteration B: masigdoupos Transliteration C: masigdoupos Beta Code: masi/gdoupos

English (LSJ)

μασίγδουπον, = ἐρίγδουπος, Hsch. μασιτρίς, gloss on νάρφη, Id.

Greek (Liddell-Scott)

μασίγδουπος: -ον, = ἐρίγδουπος, Ἡσύχ., ἴδε μασι-.

Greek Monolingual

μασίγδουπος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἐρίγδουπος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μασι- + γδοῦπος.

German (Pape)

ἐρίγδουπος, Hesych.