μασκάρεμα
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
Greek Monolingual
το μασκαρεύω
το να γίνεται κάποιος μασκαράς, μεταμφίεση
νεοελλ.
γελοιοποίηση, μασκαραλίκι, ρεζιλίκι.