μαχαλάς

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25

Greek Monolingual

ο (Μ μαχαλάς)
1. συνοικία, γειτονιά
2. φρ. «στον παρακάτω μαχαλά» — λέγεται για δήλωση άρνησης σε ένα αίτημα αλλά και σε παιδικό παιχνίδι
3. παροιμ. «κάθε τόπος και ζακόνι, κάθε μαχαλάς και τάξη» — κάθε τόπος έχει τα δικά του ήθη και έθιμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. mahalle].