μελανθέλαιον

From LSJ

τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελανθέλαιον Medium diacritics: μελανθέλαιον Low diacritics: μελανθέλαιον Capitals: ΜΕΛΑΝΘΕΛΑΙΟΝ
Transliteration A: melanthélaion Transliteration B: melanthelaion Transliteration C: melanthelaion Beta Code: melanqe/laion

English (LSJ)

τό, oil of μελάνθιον, Dsc.1.37 (marg.).

German (Pape)

[Seite 119] τό, Oel aus Melanthium, Diosc.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
huile de nielle.
Étymologie: μελάνθιον, ἔλαιον.

Greek (Liddell-Scott)

μελανθέλαιον: τό, ἔλαιον τοῦ μελανθίου, Διοσκ. 1. 46, ἐν τῇ ἐπιγραφῇ.

Greek Monolingual

μελανθέλαιον, τὸ (Α)
το έλαιο του μελανθίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελάνθιον + ἔλαιον.