μεριμνῶ
From LSJ
ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
Mantoulidis Etymological
(=φροντίζω). Ἀπό τό ποιητ. μέρμηρα = μέριμνα. Ἴσως νά σχετίζεται μέ τό μείρομαι (=παίρνω μέρος). Ρίζα μερ- ἤ μαρ-.
Παράγωγα: μερίμνημα, μεριμνηματικός, μεριμνητής, μεριμνητικός.