μεσόδομος

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσόδομος Medium diacritics: μεσόδομος Low diacritics: μεσόδομος Capitals: ΜΕΣΟΔΟΜΟΣ
Transliteration A: mesódomos Transliteration B: mesodomos Transliteration C: mesodomos Beta Code: meso/domos

English (LSJ)

ἡ, = κατῆλιψ, Sch.Ar.Ra.574.

Greek Monolingual

(I)
ο
ναυτ. αίθουσα πολεμικού πλοίου η οποία χρησιμεύει ως εντευκτήριο και εστιατόριο τών κατώτερων αξιωματικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + δόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Φιλ. Ιωάννου].
(II)
μεσόδομος, η (Α)
κλίμακα, σκάλα.