μετακυλώ
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
Greek Monolingual
και μετακυλίω (Α μετακυλίω, Μ μετακυλῶ, -άω) κυλώ/κυλίω
μετατοπίζω κάτι από μια θέση σε άλλη κυλώντας το, ξανακυλώ κάτι
νεοελλ.
(για νόσο ή ασθενή) υποτροπιάζω, πηγαίνω στο χειρότερο
μσν.
μέσ. μετακυλῶμαι, -άομαι
(για τον τροχό του χρόνου) ξανακυλώ, περιστρέφομαι πάλι
αρχ.
παθ. υφίσταμαι μετακύλιση.