μηχανουργός
From LSJ
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
English (LSJ)
ὁ, architect, τοῦ δόμου APl.5.382.
German (Pape)
[Seite 181] = μηχανοποιός, Ep. in athl. stat. 36 (Plan. 382).
Greek (Liddell-Scott)
μηχᾰνουργός: -όν, (*ἔργω) = μηχανοποιός, Ἀνθ. Πλαν. 382.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ μηχανουργός)
νεοελλ.
αυτός που είναι ειδικευμένος στην κατασκευή ή και στην επισκευή μηχανών
Greek Monotonic
μηχᾰνουργός: -όν (*ἔργω), = μηχανοποιός, σε Ανθ.
Middle Liddell
μηχᾰν-ουργός, όν [*ἔργω = μηχανοποιός, Anth.]