μπλέκω

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source

Greek Monolingual

1. περιπλέκω, ανακατώνω, μπερδεύω κάτιπάλι έμπλεξα τις κλωστές»)
2. μτφ. παρασύρω κάποιον σε επιζήμια ή κακή υπόθεση («τον έμπλεξαν στα ναρκωτικά»)
3. κάνω κάποιον να συνάψει ερωτικές σχέσεις μαζί μου («τον έμπλεξε μια ζωντοχήρα»)
4. (αμτβ.) α) περιπλέκομαι, μπερδεύομαι («έμπλεξε το καλώδιο»)
β) αγκιστρώνομαι, πιάνομαι κάπου («έμπλεξα στο συρματόπλεγμα και σχίστηκα»)
γ) παρασύρομαι σε επιζήμια ή κακή υπόθεση (α. «έμπλεξα πάλι με την παλιοπαρέα και ξενύχτησα» β. «έμπλεξε στον φόνο και δεν το κατάλαβε»)
δ) καταπιάνομαι
ε) συνάπτω ερωτική σχέση, δεσμεύομαι ερωτικά («έχει μπλέξει με μια παντρεμένη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πλέκω.