μυρμηκίτις

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34

Greek Monolingual

μυρμηκῖτις, ἡ (Α)
είδος πολύτιμου λίθου που δίνει την εντύπωση έρποντος μυρμηγκιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρμηξ, -ηκος «μυρμήγκι», + κατάλ. -ῖτις (πρβλ. κυαμίτις)].