οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
Full diacritics: μυόχρους | Medium diacritics: μυόχρους | Low diacritics: μυόχρους | Capitals: ΜΥΟΧΡΟΥΣ |
Transliteration A: myóchrous | Transliteration B: myochrous | Transliteration C: myochrous | Beta Code: muo/xrous |
-ουν, contr. for μυόχροος.
μυόχρους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που έχει χρώμα ποντικού, τεφρόχρωμος, σταχτής, ποντικόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + χρόος / χροῦς «χρώμα» (πρβλ. ροδόχρους)].