ναυτολόγος
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
English (LSJ)
ναυτολόγον, collecting seamen, Str.8.6.15.
German (Pape)
[Seite 233] Schiffer sammelnd, Passagiere ins Schiff aufnehmend, Strab. 8, 6, 15.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
officier chargé de lever des matelots ou de réunir des passagers.
Étymologie: ναύτης, λέγω².
Greek (Liddell-Scott)
ναυτολόγος: -ον, ὁ συλλέγων ναύτας, Στράβων 375.
Greek Monolingual
ο (Α ναυτολόγος, -ον)
νεοελλ.
αξιωματικός που καταρτίζει τους ναυτολογικούς πίνακες όπου είναι γραμμένοι όσοι έχουν προσληφθεί ή κληρωθεί ως πλήρωμα τών εμπορικών ή τών πολεμικών πλοίων
αρχ.
αυτός που συγκεντρώνει ναύτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + -λόγος].
Greek Monotonic
ναυτολόγος: -ον, αυτός που επιλέγει ναύτες ως πλήρωμα πλοίου, σε Στράβ.
Middle Liddell
ναυτο-λόγος, ον
collecting seamen, Strab.