ναύπορος
ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
English (LSJ)
ναύπορον,
A = ναυσίπορος, ship-frequented, ἀκταί A.Eu.10; λίμνης στόμα A.R.4.1546.
II parox. ναυπόρος, = ναυσίπορος II.2, πλάτη E.Tr.877.
German (Pape)
[Seite 232] = ναυσίπορος, ἀκταί, Aesch. Eum. 10, die schissumkreis'ten Gestade. – Aber ναυπόρῳ πλάτῃ, Eur. Troad. 877, ist = mit den Schiffen.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
fréquenté par les navires.
Étymologie: ναῦς, πορεύομαι.
Russian (Dvoretsky)
ναύπορος: посещаемый кораблями (ἀκταὶ Παλλάδος Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ναύπορος: -ον, = ναυσίπορος, κέλσας ἐπ’ ἀκτὰς ναυπόρους τὰς Παλλάδος Αἰσχύλ. Εὐμ. 10. ΙΙ. παροξ. ναυπόρος = ναυσιπόρος (ἴδε ναυσίπορος ΙΙ. 2), πλάτη Εὐρ. Τρῳ. 877.
Greek Monolingual
ναύπορος, -ον (Α)
(για λίμνες και ποτάμια) αυτός τον οποίο μπορεί να διέλθει κανείς με πλοίο, ο πλωτός («κέλσας ἐπ' ἀκτὰς ναυπόρους τὰς Παλλάδος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + πόρος «πέρασμα» (πρβλ. τηλέπορος). Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημασία].
Greek Monotonic
ναύπορος: -ον, I. λέγεται για χώρα, αυτή απ' όπου συχνά διέρχονται πλοία, σε Αισχύλ.
II. παροξ., ναυπόρος, -ον = ναυσιπόρος II. 2. αυτός που κάνει το πλοίο να κινείται, λέγεται για κουπιά, σε Ευρ.
Middle Liddell
ναύ-πορος, ον [cf. ναυπόρος]
I. of a country, ship-frequented, Aesch.